- πεντάπυλα
- πεντάπυλοςwith five gatesneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ηλιοτρόπιο — I (heliotropium).Γένος δικοτυλήδονων ποωδών και σπάνια ημιθαμνωδών φυτών ύψους έως 1,50 μ. που κατάγεται από το Περού. Η επιστημονική του ονομασία είναι η. το περουβιανό. Περιλαμβάνει 250 περίπου είδη των εύκρατων περιοχών. Έχει εναλλασσόμενα… … Dictionary of Greek
πεντάπυλος — η, ο / πεντάπυλος, ον, ΝΑ αυτός που έχει πέντε πύλες αρχ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ πεντάπυλα τμήμα τής πόλης τών Συρακουσών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + πυλος (< πύλη), πρβλ. επτά πυλος] … Dictionary of Greek